- ἱερωσύνης
- ἱερώσυνοςpriestlyfem gen sg (attic epic ionic)ἱερωσύνηpriesthoodfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Симеон архиепископ Солунский — (с 1406 г.) выдающийся церковный писатель греч. церкви, один из ученейших людей своего времени. В сане архиепископа С. явился мужественным защитником религиозной и политической независимости своей паствы: благодаря его усилиям осажденная султаном … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Симеон, архиепископ Солунский — (с 1406 г.) выдающийся церковный писатель греч. церкви, один из ученейших людей своего времени. В сане архиепископа С. явился мужественным защитником религиозной и политической независимости своей паствы: благодаря его усилиям осажденная султаном … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Chrysostŏmus — (gr., d. i. Goldmund), 1) Dio Chr. Coccejanus, aus Prusa in Bithynien, um 94–117 n. Chr.; Anfangs Sophist u. Declamator, Dichter u. Philosophen des alten Griechenlands angreifend, später Stoiker, wo er die Sitten durch Beredsamkeit bilden wollte … Pierer's Universal-Lexikon
Симеон Солунский — свт. Симеон, архиепископ Солунский Симеон Солунский (конец XIV в. 15 сентября 1429) архиепископ Солунский (Фессалоникийский), святой … Википедия
ANIUS — I. ANIUS Apollinis fil. ex Rhea, et Rex in Delo; habuit Andrum filium. Virg. l. 4. Aen. v. 80. Rex Anius, Rex idem hominum, Phoebique sacerdos, Vittis et sacrâ redimitus tempora laurô Occurrit. Ubi Poeta Anium, Deli insulae Regem Sacerdotemque… … Hofmann J. Lexicon universale
CAMISIA sive CAMISIUM — CAMISIA, sive CAMISIUM prima vestium sacrificalium, linea tunica talaris: quae quod ad talos pertingerer, Poderis. Graece ποδήρης, a colore Alba dicta est; ipsa vero a Camis nomen accepit, de quibus vide supra, in voce Camae. Fuisse strictam et… … Hofmann J. Lexicon universale
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek
εμποιώ — ( έω) (AM ἐμποιῶ) 1. προξενώ, παράγω, επιφέρω, ενσπείρω, εμφυσώ 2. (για ψυχικές καταστάσεις) εμβάλλω, κάνω να γεννηθεί, προκαλώ, δημιουργώ («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», Ξεν.) αρχ. 1. κατασκευάζω μέσα σε κάτι («ἐν τοῑς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν … Dictionary of Greek
επίσκοπος — Ύψιστος βαθμός ιεροσύνης. Αρχικά, ο όρος σήμαινε επιθεωρητής, εποπτεύων, που οι Εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν στην ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης με τη σημασία του κυβερνήτη και του άρχοντα· με την έννοια του ηγέτη μιας χριστιανικής… … Dictionary of Greek
ιεραρχία — (Νομ.). Θεσμός του διοικητικού δικαίου, βάσει του οποίου είναι οργανωμένο το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα. Πρόκειται για την οργάνωση των υπηρεσιών κατά βαθμίδες για το προσωπικό, με τέτοιον τρόπο ώστε οι υφιστάμενοι να ασκούν τα καθήκοντά… … Dictionary of Greek